Ο ιός Parvo B19 είναι ένας μικροοργανισμός που προκαλεί την ασθένεια “πέμπτη νόσος” ή ερυθηματώδες εξάνθημα. Τα συμπτώματα της μόλυνσης από Παρβοϊό Β19 περιλαμβάνουν πυρετό, αρθραλγία, κόπωση, πονοκέφαλο και εξάπλωση ενός χαρακτηριστικού κηλιδοβλατιδώδους ερυθήματος και εμφανίζονται περίπου δύο εβδομάδες μετά την έκθεση στον ιό (θυμίζει αποτύπωμα σφαλιάρας στα μάγουλα).
Η μόλυνση από τον Parvo B19 κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες τόσο για τη μητέρα όσο και για το έμβρυο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η μόλυνση είναι ασυμπτωματική ή προκαλεί ήπια συμπτώματα, όπως πυρετό και εξάνθημα. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές.
Τα 2/3 του ενηλίκου πληθυσμού αναμένεται να έχουν ανοσία στον ιό Parvo λόγω προγενέστερης λοίμωξης, συνήθως στην παιδική ηλικία. Παρατηρούνται συρροές κρουσμάτων και τοπικές επιδημίες ανά δεκαετία.
Οι έγκυες μπορεί να μολυνθούν από οικιακή (πχ από τα παιδιά ή το σύντροφο) ή επαγγελματική έκθεση (στη δουλειά). Ομάδες υψηλού κινδύνου είναι τα επαγγέλματα υγείας, εργαζόμενοι σε παιδικούς σταθμούς, σχολεία, δάσκαλοι κλπ)
Ο κίνδυνος για το έμβρυο είναι μεγαλύτερος όταν η μόλυνση συμβαίνει κατά το πρώτο ή το δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης (κυρίως πριν τις 20 εβδομάδες κύησης). Ο ιός Parvo B19 ΔΕΝ είναι τερατογόνος. Μπορεί βέβαια να προκαλέσει βλάβες σε διάφορα όργανα του εμβρύου αν τα προσβάλλει. Η κύρια επιπλοκή είναι η αναιμία του εμβρύου, που μπορεί να προκαλέσει καρδιακή ανεπάρκεια και ύδρωπα του εμβρύου, μια σοβαρή κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει σε ενδομήτριο θάνατο (10% των περιπτώσεων). Ο ιός έχει την ικανότητα να προσβάλλει τα ερυθρά αιμοσφαίρια, οδηγώντας σε σοβαρή αναιμία του εμβρύου. Η αναιμία αυτή μπορεί να προκαλέσει καρδιακή ανεπάρκεια και να οδηγήσει σε ύδρωπα του εμβρύου, μια κατάσταση όπου συσσωρεύεται υγρό στους ιστούς και τις κοιλότητες του εμβρύου, θέτοντας τη ζωή του σε κίνδυνο. Μπορεί επίσης να επηρεάσει και την παραγωγή αιμοπεταλίων.
Η πιθανότητα μετάδοσης από την έγκυο στο έμβρυο είναι περίπου 20- 30%. Κυρίως μπορεί να μεταδοθεί από τις 9 ως τις 20 εβδομάδες κύησης. Τα περισσότερα έμβρυα, κατορθώνουν να ξεπεράσουν τη λοίμωξη χωρίς ιδιαίτερες συνέπειες. Στα πρώτα τρίμηνα της εγκυμοσύνης, τα ερυθρά αιμοσφαίρια παράγονται από όργανα όπως το συκώτι και η προσβολή τους από τον ιό Parvo B19 μπορεί να διαταράξει την παραγωγή του αίματος. Στο τρίτο τρίμηνο, ο μυελός των οστών του εμβρύου αναλαμβάνει την παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων οπότε εξαλείφεται ο κίνδυνος. Πρακτικά, μετά τις 18 εβδομάδες, ο συνηθέστερος κίνδυνος είναι η αναιμία του εμβρύου.
Η πρόληψη περιλαμβάνει την αποφυγή επαφής με μολυσμένα άτομα και την τήρηση αυστηρών κανόνων υγιεινής. Δεν υπάρχει εμβόλιο για τον Parvo B19, γι’ αυτό η προληπτική φροντίδα και η έγκαιρη διάγνωση είναι κρίσιμες για την προστασία της υγείας της μητέρας και του εμβρύου.
Η διάγνωση της μόλυνσης από τον ιό Parvo B19 κατά την εγκυμοσύνη είναι κρίσιμη για την πρόληψη επιπλοκών. Η διαδικασία της διάγνωσης περιλαμβάνει αρκετές μεθόδους, οι οποίες μπορούν να επιβεβαιώσουν την παρουσία του ιού στον οργανισμό.
Ο πρώτος και πιο συνήθης τρόπος διάγνωσης είναι οι αιματολογικές εξετάσεις. Αυτές περιλαμβάνουν την ανίχνευση ειδικών αντισωμάτων IgM και IgG στον ορό του αίματος. Η παρουσία των IgM αντισωμάτων υποδεικνύει πρόσφατη μόλυνση, ενώ η παρουσία των IgG αντισωμάτων υποδεικνύει παλαιότερη μόλυνση ή ανοσία.
Πιο συγκεκριμένα, μετά τη μόλυνση από τον ιό, το ανοσοποιητικό σύστημα θα παράξει ειδικά αντισώματα IgΜ, σε περίπου μία με δύο εβδομάδες από την αρχική έκθεση. Η παραγωγή αντισωμάτων IgM αυξάνεται για ένα μικρό χρονικό διάστημα και στη συνέχεια μειώνεται. Τελικά, τα επίπεδα των αντισωμάτων IgM του παρβοϊού B19 συνήθως «πέφτουν» κάτω από τα ανιχνεύσιμα επίπεδα.
Τα IgG αντισώματα παράγονται από τον οργανισμό λίγες εβδομάδες μετά την αρχική μόλυνση ώστε να παρέχουν μακροχρόνια προστασία. Τα επίπεδα IgG αντισωμάτων αυξάνονται κατά τη διάρκεια της ενεργού λοίμωξης, και σταθεροποιούνται όταν αποκατασταθεί η λοίμωξη από τον παρβοϊό Β19. Όταν ένα άτομο έχει μολυνθεί από παρβοϊό Β19, θα έχει κάποια μετρήσιμη ποσότητα αντισωμάτων IgG στο αίμα του για το υπόλοιπο της ζωής του. Συγκρίνοντας την απουσία ή την παρουσία και των δύο τύπων αντισωμάτων IgG και IgM στο ίδιο δείγμα, μπορεί να γίνει διάγνωση μεταξύ τρέχουσας, πρόσφατης και παρελθούσης λοίμωξης.
Επιπλέον, μπορεί να πραγματοποιηθεί αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) για την ανίχνευση του ιικού DNA στο αίμα της μητέρας ή στο αμνιακό υγρό. Η μέθοδος αυτή είναι πολύ ακριβής και μπορεί να επιβεβαιώσει τη μόλυνση ακόμη και στα πρώιμα στάδια της.
Σε περίπτωση επιβεβαιωμένης μόλυνσης, συνιστάται η υπερηχογραφική παρακολούθηση του εμβρύου για την ανίχνευση σημείων ύδρωπα ή άλλων ανωμαλιών. Εάν διαπιστωθούν επιπλοκές, μπορεί να χρειαστεί περαιτέρω θεραπεία, όπως ενδομήτρια μετάγγιση αίματος για την αντιμετώπιση της αναιμίας του εμβρύου. Σε ακραίες καταστάσεις μπορεί να συμβεί ενδομήτριος θάνατος ή το ζευγάρι να αποφασίσει διακοπή εγκυμοσύνης.
Κίνδυνος αποβολής: Αν η μόλυνση συμβεί πριν τις 20 εβδομάδες, είναι περίπου 13%. Μετά τις 20 εβδομάδες κύησης είναι μόνο 0,5%. Ο λόγος είναι άγνωστος, αλλά μάλλον έχει να κάνει με τον κίνδυνο βλάβης πολλαπλών οργάνων που εξαλείφεται μετά τις 20 εβδομάδες
Ύδρωπας: Αν η μόλυνση συμβεί στο πρώτο τρίμηνο, ο κίνδυνος ύδρωπα είναι μόνο 5- 10%. Αν η μόλυνση συμβεί μεταξύ 13- 20 εβδομάδων, ο κίνδυνος για ύδρωπα είναι 5% ή λιγότερο.
Σε περίπτωση μόλυνσης από τον ιό Parvo B19, είναι απαραίτητη η τακτική παρακολούθηση του εμβρύου με υπερηχογραφήματα. Η παρακολούθηση αυτή βοηθά στον εντοπισμό των πρώιμων σημείων ύδρωπα ή άλλων επιπλοκών. Εάν εντοπιστεί αναιμία ή ύδρωπας, μπορεί να χρειαστεί ενδομήτρια μετάγγιση αίματος για την ενίσχυση της κατάστασης του εμβρύου.
Επιπλέον, σε περιπτώσεις σοβαρού ύδρωπα, μπορεί να χρειαστεί περαιτέρω ιατρική παρέμβαση και παρακολούθηση σε εξειδικευμένα ιατρικά κέντρα. Η θεραπεία αυτή στοχεύει στη σταθεροποίηση του εμβρύου και την αποτροπή περαιτέρω επιπλοκών.
Αναλυτικότερα, η παρακολούθηση του εμβρύου γίνεται με:
Υπερηχογραφήματα: Τα τακτικά υπερηχογραφήματα είναι η κύρια μέθοδος παρακολούθησης. Πραγματοποιούνται από εξειδικευμένο γιατρό στον προγεννητικό έλεγχο. Με αυτά, μπορούμε να ελέγχουμε την ανάπτυξη του εμβρύου, να ανιχνεύσουμε σημάδια ύδρωπα (συσσώρευση υγρού στο σώμα του εμβρύου) και να εκτιμούμε την κατάσταση της καρδιάς του εμβρύου. Συνιστώνται συνήθως ανά 1 εβδομάδα ή συχνότερα σε περιπτώσεις μόλυνσης.
Doppler υπερηχογράφημα: Αυτή η μέθοδος (απαραίτητα από εξειδικευμένο γιατρό στον προγεννητικό έλεγχο), χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της ροής αίματος στα αγγεία του εμβρύου και μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό αναιμίας ή άλλων προβλημάτων του κυκλοφορικού συστήματος. Ιδιαίτερα χρήσιμη είναι η μέτρηση της ταχύτητας ροής στην μέση εγκεφαλική αρτηρία του εμβρύου (MCA). Όταν υπάρχει αναιμία, το αίμα γίνεται πιο αραιό και έτσι κινείται πιο γρήγορα. Μετράμε την ταχύτητά του (PSV) και τη συγκρίνουμε με την αναμενόμενη (φυσιολογική) ταχύτητα. Μεγάλη απόκλιση (άνω του 50%) θέτει διάγνωση αναιμίας.
Αμνιοπαρακέντηση: Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να γίνει αμνιοπαρακέντηση για την ανίχνευση του ιικού DNA στο αμνιακό υγρό. Αυτή η διαδικασία μπορεί να βοηθήσει στην επιβεβαίωση της μόλυνσης και στην εκτίμηση της σοβαρότητάς της.
Καρδιοτοκογράφημα (Non-Stress Test, NST, CTG): Αυτό το τεστ χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση των καρδιακών παλμών του εμβρύου και την αξιολόγηση της γενικής ευεξίας του.
Εάν διαπιστωθεί αναιμία ή ύδρωπας στο έμβρυο, μπορεί να χρειαστεί περαιτέρω θεραπεία, όπως η ενδομήτρια μετάγγιση αίματος. Αυτή η διαδικασία πραγματοποιείται με την έγχυση αίματος απευθείας στο εμβρυϊκό κυκλοφορικό σύστημα, συνήθως μέσω του ομφαλίου λώρου, για την αντιμετώπιση της αναιμίας. Η ενδομήτρια μετάγγιση γίνεται σε εξειδικευμένα κέντρα που παρέχουν υπηρεσίες εμβρυϊκής θεραπείας.
Η έγκαιρη διάγνωση και η συνεχής παρακολούθηση από εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της καλύτερης δυνατής έκβασης για το έμβρυο.