ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΑ ΙΝΟΜΥΩΜΑΤΑ ΤΗ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ;

ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΑ ΙΝΟΜΥΩΜΑΤΑ ΤΗ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ;

Ινομυώματα βρίσκονται στο 5- 10% των γυναικών που αντιμετωπίζουμε στο Ιατρείο με προβλήματα υπογονιμότητας. Το να είναι όμως ο μοναδικός παράγοντας υπογονιμότητας είναι πιο σπάνιο (περίπου 1- 2%). Τι πρέπει να γίνει λοιπόν για μία γυναίκα που βρίσκουμε κάποιο ινομύωμα και ταυτόχρονα αδυνατεί να πετύχει εγκυμοσύνη; Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική: υπάρχουν γυναίκες που εμφανίζουν συμπτώματα από το ινομύωμα και άλλες όχι. Σε κάποιες περιπτώσεις τα ινομυώματα είναι περισσότερα του ενός. Το μέγεθός τους επίσης μπορεί να διαφέρει. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν την ανάγκη για εξατομίκευση της κάθε περίπτωσης.

Οι συνέπειες των ινομυωμάτων στη γονιμότητα είναι αντικείμενο μελέτης: Τα υποβλεννογόνια ινομυώματα (αυτά που βρίσκονται προς το εσωτερικό της μήτρας, την ενδομήτρια κοιλότητα), φαίνεται ότι επηρεάζουν τη γονιμότητα. Τα υπο-ορογόνια ινομυώματα (αυτά που βρίσκονται στην εξωτερική επιφάνεια της μήτρας) δεν φαίνεται να έχουν κάποια επίδραση. Τα ενδοτοιχωματικά ινομυώματα (αυτά που βρίσκονται μέσα στο τοίχωμα της μήτρας) ίσως έχουν κάποια επίδραση, αλλά θα πρέπει να γίνει συζήτηση και συνυπολογισμός των κινδύνων και των συνεπειών από την αφαίρεση τους (ινομυωματεκτομή). Πάντως, τα ενδοτοιχωματικά ινομυώματα που δεν παραμορφώνουν την ενδομήτρια κοιλότητα, δεν φαίνεται να επηρεάζουν τη γονιμότητα.

Μπορεί να γίνει φαρμακευτική θεραπεία;

Υπάρχουν διαθέσιμες φαρμακευτικές αγωγές. Η αποτελεσματικότητά τους όμως είναι μόνο έναντι των συμπτωμάτων που προκαλούν χωρίς να μπορούν να θεραπεύσουν τα ινομυώματα. Έτσι, ο ρόλος τους περιορίζεται μόνο στην ανακούφιση από τις ενοχλήσεις που μπορεί να προκαλέσει ένα ινομύωμα (πχ αιμορραγίες). Επίσης, οι φαρμακευτικές θεραπείες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, καταστέλλουν την ωορρηξία, οπότε το διάστημα χορήγησής του δεν μπορεί να επιτευχθεί εγκυμοσύνη.

Πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται χειρουργικά τα ινομυώματα στα πλαίσια της θεραπείας της υπογονιμότητας;

Σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, φαίνεται ότι τα ποσοστά επιτυχίας αυξάνουν όταν αφαιρούνται τα υποβλεννογόνια ινομυώματα. Για τα ενδοτοιχωματικά και τα υπο- ορογόνια δεν διαπιστώθηκε ευεργετικό αποτέλεσμα από την αφαίρεσή τους στη γονιμότητα.

Τα ινομυώματα μπορούν αν αφαιρεθούν, ανάλογα με την εντόπιση και το μέγεθος τους, είτε από την κοιλιά (με λαπαροσκόπηση ή ανοικτό χειρουργείο) είτε διαμέσου του κόλπου (με χειρουργική υστεροσκόπηση).

Υστεροσκοπικά μπορούν να αφαιρεθούν τα ινομυώματα που προβάλλουν εντελώς μέσα στην ενδομήτρια κοιλότητα (Τύπου 0) ή αν προβάλλει τουλάχιστον το 50% του όγκου τους (Τύπου Ι). Κατά προτίμηση, το μέγεθός τους δεν πρέπει να ξεπερνά τα 5 εκατοστά. Για να αποφευχθεί ο σχηματισμός συμφύσεων, θα μπορούσε να χορηγηθεί συμπληρωματική θεραπεία μετά το χειρουργείο, αν και τα αποτελέσματα δεν δείχνουν μεγάλη διαφορά.

Με επέμβαση από την κοιλιά (είτε με ανοικτό χειρουργείο, είτε λαπαροσκοπικά) μπορούν να αντιμετωπιστούν περιπτώσεις όπου το ινομύωμα προκαλεί συμπτώματα (πχ βαριά αιμορραγία κατά την περίοδο) και οι άλλες μέθοδοι δεν απέδωσαν.

Για τις γυναίκες με θέματα υπογονιμότητας, οι διεθνείς συστάσεις είναι να αφαιρούνται υποβλεννογόνια ινομυώματα τύπου ΙΙ (όπου λιγότερο από το 50% του ινομυώματος προβάλλει μέσα στην ενδομήτρια κοιλότητα) όταν το μέγεθός τους ξεπερνά τα 5 εκατοστά ή ινομυώματα τύπου ΙΙ που απέχουν λιγότερο από ένα εκατοστό από το εξωτερικό τοίχωμα της μήτρας. Όταν επιλεχθεί το ανοικτό χειρουργείο, σε πολύ μεγάλα ινομυώματα η τομή είναι κάθετη, λίγο κάτω από τον ομφαλό αλλιώς προτιμάται η τομή στη γραμμή του μπικίνι.

Συμπερασματικά:

  1. Σε υπογόνιμες γυναίκες, μόνο η αφαίρεση των υποβλεννογόνιων ινομυωμάτων φαίνεται ότι συνοδεύεται από βελτίωση της γονιμότητάς τους.
  2. Η αφαίρεση των υπο ορογόνιων ινομυωμάτων δεν συνιστάται, ανεξαρτήτως μεγέθους, γιατί δεν φαίνεται να επηρεάζουν την γονιμότητα
  3. Για τα ενδοτοιχωματικά ινομυώματα, ασχέτως μεγέθους, όταν η ενδομήτρια κοιλότητα είναι ανέπαφη, οι περισσότερες απόψεις καταλήγουν ότι δεν προσφέρουν ιδιαίτερα στο θέμα της υπογονιμότητας.
  4. Η φαρμακευτική θεραπεία δεν έχει θέση στην αντιμετώπιση των ινομυωμάτων στις υπογόνιμες γυναίκες.
  5. Είναι σημαντικό να διερευνηθεί πλήρως το μέγεθος και η θέση του ινομυώματος με γυναικολογικό υπέρηχο, υδροϋπερηχογράφημα, υστεροσκόπηση ή μαγνητική τομογραφία. Επιπλέον πρέπει να ελεγχθεί το βάθος διείσδυσης του ινομυώματος και το πάχος του τοιχώματος της μήτρας.
  6. Η προτιμότερη αντιμετώπιση για υποβλεννογόνια ινομυώματα <5 εκατοστά είναι η υστεροσκοπική αφαίρεσή τους.