Είναι γνωστό ότι η ηλικία της γυναίκας παίζει ρόλο στη γονιμότητά της. Από κατασκευής μας, είμαστε σχεδιασμένοι να αναπαραγόμαστε σε νεαρή ηλικία. Η … συνήθως σοφή Φύση δεν προέβλεψε όμως ότι οι γυναίκες θα σπούδαζαν, θα κάναν καριέρα ή απλά θα επέλεγαν να καθυστερήσουν τη γονιμοποίησή τους για ένα μετέπειτα στάδιο της ζωής τους! Από έρευνα που πραγματοποιήσαμε πριν μερικά χρόνια φαίνεται ότι οι σύγχρονες Ελληνίδες γεννάνε συνήθως μεταξύ 30- 34 ετών και ότι όλο και αυξάνονται αυτές που γεννάνε μετά τα 35 έτη (δείτε σχετικά >ΕΔΩ<).
Σε γενικές γραμμές, η ικανότητα μιας γυναίκας για σύλληψη και ολοκλήρωση της εγκυμοσύνης συνδέεται με τον αριθμό και την υγεία των ωαρίων που έχει στις ωοθήκες της. Κάθε κορίτσι γεννιέται με περίπου 1- 2 εκατομμύρια ωάρια με τον αριθμό αυτό να μειώνεται σταδιακά με την πάροδο των ετών. Στην εφηβεία υπάρχουν διαθέσιμα περίπου 500 χιλιάδες, στα 37 έχουν απομείνει 25 χιλιάδες και στα 51 περίπου 1000.
Η γονιμότητα, σε γενικές γραμμές, παίρνει σταδιακά την κατιούσα από τα 32- 35 έτη. Η πτώση αυτή επιταχύνεται μετά τα 37. Τέλος, μετά τα 40 η γονιμότητα πέφτει κατακόρυφα. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι ότι μειώνεται τόσο ο αριθμός όσο και η ποιότητα των διαθέσιμων ωαρίων. Ο μικρότερος αριθμός ωαρίων οδηγεί σε μεταβολές και στα επίπεδα των ορμονών που με τη σειρά τους επιβαρύνουν τη γυναικεία γονιμότητα.
Όσο περνάνε τα χρόνια, επιπλέον επιβαρυντικοί παράγοντες μπορεί να προστεθούν που και αυτοί μπορεί να δυσκολέψουν την προσπάθεια για μια εγκυμοσύνη. Έτσι, για παράδειγμα, ινομυώματα, παθήσεις των σαλπίγγων, ενδομητρίωση κλπ μπορεί να προστεθούν στο ιστορικό της γυναίκας. Επεμβάσεις στις ωοθήκες, χημειοθεραπείες, ακτινοθεραπείες, σοβαρού βαθμού ενδομητρίωση, κάπνισμα, πυελική φλεγμονώδης νόσος, οικογενειακό ιστορικό πρώιμης εμμηνόπαυσης είναι επιπλέον παράγοντες που μπορεί να μειώσουν τις αποθήκες ωαρίων και έτσι να μειώσουν τη γονιμότητα.
Γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας έχουν επίσης περισσότερες πιθανότητες για μωρά που θα εμφανίσουν χρωμοσωμικές ανωμαλίες και επίσης έχουν συχνότερα αυτόματες αποβολές και παλινδρομήσεις εγκυμοσύνης. Αυτό συμβαίνει γιατί τα ωάρια μεγαλύτερης ηλικίας κουβαλάνε περισσότερες βλάβες στο DNA τους.
Σε κύκλους εξωσωματικής, φαίνεται ότι τα μωρά με χρωμοσωμικές ανωμαλίες είναι περισσότερα στις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας. Επίσης, οι εγκυμοσύνες που δεν προχωρούνε αυξάνονται όσο προχωράει η ηλικία. Μετά τις 7 εβδομάδες κύησης, η εγκυμοσύνη δεν προχωρά στο 10% περίπου των γυναικών ηλικίας μικρότερης των 33 ετών. Το ποσοστό αυτό φτάνει στο 20% για γυναίκες ηλικίας 38- 40 ετών και ανεβαίνει στο 30% για γυναίκες 41- 42 ετών. Για γυναίκες πάνω από 42, το αντίστοιχο ποσοστό απώλειας είναι 37%.
Όσες λοιπόν γυναίκες είναι άνω των 35 και δεν πετυχαίνουν εγκυμοσύνη, θα πρέπει να τις συμβουλεύουμε να ελεγχθούν μετά από 6 μήνες ανεπιτυχών προσπαθειών. Για τις γυναίκες που είναι πάνω από 40, ο αντίστοιχος έλεγχος δεν θα πρέπει να καθυστερεί καθόλου.
Συμπερασματικά, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει μια γυναίκα να εξαναγκάζεται να επισπεύσει μια εγκυμοσύνη αν δεν αισθάνεται έτοιμη πραγματικά. Μια γυναίκα θα γίνει καλύτερη μάνα αν αισθάνεται καλά με τον εαυτό της και έτοιμη να προχωρήσει σε αυτό το βήμα στη ζωή της. Θα πρέπει όμως να είναι ενήμερη για τη σχέση γονιμότητας και ηλικίας και να αποφασίζει έχοντας κατά νου και αυτόν τον παράγοντα.
Μάθετε περισσότερα για την υπογονιμότητα κάνοντας κλικ >ΕΔΩ<